- θαύμασε
- θαυμάζωwonderaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταλθύβιος — Σπαρτιάτης, κήρυκας και υπηρέτης του Αγαμέμνονα, τον οποίο τιμούσαν ως ήρωα στη Σπάρτη. Μετά τον Τρωικό πόλεμο οδήγησε άποικους στην Κρήτη, όπου έχτισε την Τεγέα. Τάφος και μνημεία του Τ. υπήρχαν στη Σπάρτη. Επειδή οι Σπαρτιάτες σκότωσαν τους… … Dictionary of Greek
αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
κράντωρ — (3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από τους Σόλους της Κύπρου. Μαθητής του Ξενοκράτη στην Ακαδημία, είναι ο πρώτος γνωστός υπομνηματιστής του Τιμαίου του Πλάτωνα. Από τα έργα του, αξιόλογη ήταν μια μικρή πραγματεία Περί πένθους –τη θαύμασε ο στωικός… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
σαίς — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου στο Δέλτα Α. του Νταμανχούρ, η σημερινή Σα ελ Χαγ κάρ. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε σε προϊστορική εποχή από Αθηναίους αποίκους, που έφεραν εκεί τη λατρεία της Αθηνάς. Τότε άκμαζε στην πόλη η βιομηχανία των λινών… … Dictionary of Greek
Αγριάσπες — Λαός της αρχαίας Ινδικής, στα νότια του Ετζεστάν, κοντά στην Περσία.Λέγονται και ΑριάσπεςΑριμάσπες. Όταν ο Κύρος ο Μέγας μπήκε με τον στρατό του σε μια έρημο της χώρας των Α. και τον απειλούσε έλλειψη σίτου, οι Α. του προσέφεραν τις εκδουλεύσεις… … Dictionary of Greek
Αίατος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Θεσσαλών, που λέγονταν τότε Εφυραίοι και προέρχονταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Με επικεφαλής τον Α. έδιωξαν τους Βοιωτούς από τη Θεσσαλία προς την περιοχή, τη μετέπειτα γνωστή ως Βοιωτία. Ο Α., γιος του… … Dictionary of Greek
Βαζάρι, Τζόρτζιο — (Giorgio Vazari, Αρέτσο 1511 – Φλωρεντία 1574). Ιταλός ζωγράφος, αρχιτέκτονας και κριτικός τέχνης. Αρκετά νέος άρχισε να ζωγραφίζει, πρώτα στη γενέτειρά του, και αργότερα στη Φλωρεντία, κοντά στον Αντρέα ντελ Σάρτο, στον Μπαντινέλι, στον Ρόσο και … Dictionary of Greek